«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; Γιατί; Γιατί;» Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης και περπατεί. Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά. Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, μια ρεματιά! Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο να ένα δεντρί... Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου, δροσιά να βρει. Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του και περπατεί! Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης, γιατί, γιατί; «Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;» «Στα δυο χωριά.» «Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου; Πολύ μακριά!» «Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω. Τι έφταιξα εγώ; Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει, γι' αυτό είμαι δω. Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες... για δυο, για τρεις... Ο νους μου σήμερα δε ξέρω, τ' είναι βαρύς». «Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι να δροσιστείς». Σκύβει να πιει νερό στη βρύση, στερεύει ευθύς. Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, φεύγει ο καιρός, Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης, κι ας τρέχει εμπρός... Να το χινόπωρο, να οι μπόρες, μα πού κλαρί; Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι, με τη βροχή. «Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο, το σπλαχνικό, που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι και στο βοσκό;» Ο πεύκος μίλαε στον αέρα - τ' ακούς, τ' ακούς;- και τραγουδούσε σα φλογέρα στους μπιστικούς. «Φρύγανο και κλαρί του πήρες και τις δροσιές Και το ρετσίνι του ποτάμι απ΄ τις πληγές. Σακάτης ήτανε κι ολόρθος, ως τη χρονιά, Που τον εγκρέμισες για ξύλα, Γιάννη φονιά!» «Τη χάρη σου ερημοκλησάκι, την προσκυνώ, Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα και να σταθώ... Η μάνα μου θα περιμένει κι έχω βοσκή... Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι και τι εποχή; Ξεκίνησα το καλοκαίρι -να στοχαστείς- Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας μεσοστρατίς. Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! Πότε ήρθε; Πώς; Άγιε, σταμάτησε το λόγκο, που τρέχει εμπρός. Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω -με τι καρδιά;- Θέλω να πέσω να πεθάνω, εδώ κοντά.» Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι... βογκάει βαριά. Μακριά του στάθηκε το δάσος, πολύ μακριά. Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, φωνή καμιά. Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, στην ερημιά.- |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου